ορυκτογεωλογικός

ορυκτογεωλογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτογεωλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτογεωλογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αγαθάγγελο πρώην Καισαρείας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”